επώνυμος

επώνυμος
-η, -ο (AM ἐπώνυμος, -ον)
1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ.
γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’ ἐπώνυμος»
Πολυνείκη, σωστά πήρες αυτή την ονομασία, αφού ξεσήκωσες τόσα νείκη — τόσες έχθρες, Ευρ.)
2. εκείνος που δίνει το όνομά του σε άλλον ή άλλους, εκείνος από το όνομα τού οποίου παίρνουν την ονομασία τους άλλοι («ο Ηρακλής επώνυμος ήρωας τών Ηρακλείδων»)
3. το ουδ. ως ουσ. το επώνυμο (AM ἐπώνυμον)
α) η επωνυμία, η πρόσθετη ονομασία
β) το οικογενειακό όνομα —σε διάκριση από το ατομικό, προσωπικό ή βαφτιστικό— συνήθως πατρωνυμικό, από το όνομα τού προγόνου ή αρχηγού μιας γενιάς («Γεωργίου, Γεωργόπουλος, Γεωργάκης, Γεωργάκος, Γεωργιάδης, Πηλείδης, Ἀτρείδης, Ἀλκμεωνίδαι», «παῑδες Ἀβραμιαῑοι, Ἰουδαῑοι» κ.λπ.) ή δηλωτικό καταγωγής («Λευκαδίτης, Χιώτης, Ρουμελιώτης»), επαγγέλματος («Μελάς, Σαμαράς»), παρονομασίας («Καμπούρης, Μούρτζουφλος»)
νεοελλ.
αυτός τού οποίου το όνομα είναι γνωστό («επώνυμοι και ανώνυμοι αγωνιστές τής ελευθερίας»)
αρχ.
1. εκείνος που έχει πρόσθετο όνομα, κι άλλη ή άλλες ονομασίες εκτός από την αρχική, την ευρύτερα καθιερωμένη («πολλῶν ὀνομάτων ἐπώνυμος» — εσένα, Αφροδίτη, που σού αποδίδουν πολλά ονόματα, που σέ καλούν ή αποκαλούν με διάφορα ονόματα, Σοφ.)
2. αυτός που έχει ονομαστεί από το όνομα κάποιου («ἐμοῡ δ’ ἐπώνυμον γένος Πελασγῶν» — το γένος τών Πελασγών το οποίο έχει πάρει από μένα —τον Πελασγό— το όνομά του, Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ἐπώνυμος ἄρχων» — ο πρώτος από τους εννέα άρχοντες στην Αθήνα, επειδή το έτος ονομαζόταν, χαρακτηριζόταν από το όνομά του —και όχι με αύξουσα αρίθμηση— («ἐπὶ ἄρχοντος Ἀρχίνου, Διοπείθους» κ.λπ.)
β) «ἐπώνυμοι ἄρχοντες» — οι έφοροι τής αρχαίας Σπάρτης, οι ύπατοι στην αρχαία Ρώμη
4. φρ. «ἐπώνυμοι ἥρωες» — οι δέκα ήρωες τής αττικής παραδόσεως από τα ονόματα τών οποίων πήραν τις ονομασίες τους οι δέκα φυλές τών Αθηναίων.
επίρρ...
επωνύμως και -α (AM ἐπωνύμως)
φερωνύμως, με όνομα που προστέθηκε σύμφωνα με κάτι («τὰ ταρίχη ἐπωνύμως λέγεσθαι», Αθήν.)
νεοελλ.
με όνομα, όχι ανώνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπώνυμος — given as a significant name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επώνυμος — η, ο επίρρ. α 1. ο ονομασμένος, που έχει το όνομά του (το επώνυμο), ο γνωστός με το επώνυμό του: Οι επώνυμοι και ανώνυμοι ήρωες του 1821. 2. που γίνεται με το επώνυμο, που συνοδεύεται με αυτό, ο υπεύθυνος: Επώνυμη καταγγελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπωνύμως — ἐπώνυμος given as a significant name adverbial ἐπώνυμος given as a significant name masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπώνυμον — ἐπώνυμος given as a significant name masc/fem acc sg ἐπώνυμος given as a significant name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эпоним — (έπώνυμος = названный по имени кого либо или дающий имя кому либо): 1) в Аттике эпонимами назывались герои, именем которых были обозначены аттические филы, а именно Эрехтей, Эгей, Пандион, Леонт, Акамант, Ойней, Кекроп, Гиппофоонт, Аянт и Антиох …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπωνύμοις — ἐπώνυμος given as a significant name masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωνύμου — ἐπώνυμος given as a significant name masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωνύμους — ἐπώνυμος given as a significant name masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωνύμων — ἐπώνυμος given as a significant name masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”